χουσμέτι

χουσμέτι
τό
1) прислуживание, услужение; 2) услуга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χουσμέτι" в других словарях:

  • χουσμέτι — και χοσμέτι, το, Ν (διαλ. τ.) 1. μικρή εκδούλευση, θέλημα 2. δουλειά, υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hizmet] …   Dictionary of Greek

  • χουσμέτι — το (λ. τουρκ.), υπηρεσία, θέλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοσμέτι — το, Ν βλ. χουσμέτι …   Dictionary of Greek

  • χουσμετιάρης — α, ικο, Ν αυτός που κάνει θελήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουσμέτι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»